Το Στοιχειωμένο Σπίτι στην Κάτω Βούλα



Ποιος είπε  ότι δεν υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια ; 

Στα δέκα χρόνων  μάτια μας πάντως, το  παλιό σπίτι εκεί που η Αλαμάνας συναντά τη  Λάμπρου Κατσώνη στην Κάτω Βούλα, δεν μπορεί παρά να ήταν στοιχειωμένο. Δεν είχε κάτι ξεχωριστό , δεν είχε κάτι να θαυμάσει κανείς,  είχε όμως  όλες τις προδιαγραφές όπως τις μαθαίνουμε στις ταινίες για να είναι κατοικία απόκοσμων και τρομακτικών πλασμάτων . 

 

Από την αυλή ξεκινώντας,  που ήταν απεριποίητη , χορταριασμένη , γεμάτη αγκάθια που σε μαχαίρωναν  και τσουκνίδες που σε έκαιγαν μόλις τις ακουμπούσε χέρι ή πόδι . Σκόρπια σκουπίδια, γυαλιά σπασμένα  , σκουριασμένοι τενεκέδες , ένα ξεκοιλιασμένο βαρέλι πιο κάτω , σπασμένες καρέκλες συμπλήρωναν το σκηνικό. Αυτόν τον αφιλόξενο κήπο που έπρεπε να διασχίσει  κανείς μέχρι να πατήσει στην ασφάλεια της  τσιμεντένιας βεράντας του ισογείου . 

Αν μπορεί κάποιος να θεωρήσει ασφάλεια το να βρίσκεται δίπλα στο κτίριο . 

 

Το κτίριο ήταν δίπατο και μακρόστενο  , με όλα τα δωμάτια να κοιτούν στην αυλή . Δεν ήταν σοβατισμένο και τα χρόνια δείχναν απάνω του πολλά από τις φθορές που πάθαινε καθώς το δέρναν οι άνεμοι και οι βροχές κάθε χειμώνα . Τα ξύλινα παντζούρια στέκαν όπως όπως στη θέση τους, πολλά με φανερές τις ζημιές,  ανάμνηση παλιότερων επιθέσεων κλεφτών ή συνηθέστερα πιτσιρικάδων σαν εμάς που επιχείρησαν να το εξερευνήσουν . Κάμποσα με σπασμένα πια τα τζάμια ορθώνονταν απειλητικά σε όποιον προσπαθούσε να τα παραμερίσει.  Ξύλινες και οι πόρτες , κάποιες μισάνοιχτες καθώς δεν έκλειναν πια από το σκέβρωμα. Να κλειδώσουν ούτε λόγος μια και οι κλειδαριές τους ίσα που κουνιόνταν από τη σκουριά των χρόνων . Ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στα παράθυρα άλλοτε  σαν ψιθύρισμα άλλοτε σαν κραυγή. Ποτέ όμως σαν πρόσκληση παρά μόνο σαν διώξιμο των ενοχλητικών και ανεπιθύμητων.   Άδεια τα δωμάτια από πίσω τους , ή με ένα κρεβάτι , ράντζο δηλαδή,  και καμία ψάθινη καρέκλα με ένα τραπέζι .  Σκόρπια  χαρτιά στο πάτωμα , τσάντες με αλλά χαρτιά στις γωνιές, με   γραμμένα άγνωστα σε μας πράγματα  απάνω τους , όσα από αυτά διαβάζονταν . Το σπίτι δεν έδειχνε να έχει ζωή ή να  κουβαλά τις ζωές ανθρώπων που το κατοίκησαν. Σαν κάποιος να το έριξε εκεί στην Κάτω Βούλα για να παλιώνει με τα χρόνια ,σαν σκιάχτρο να φοβίζει τα παιδιά της γειτονιάς . 

 

Το σπίτι αυτό λοιπόν , το σπίτι των Ηθοποιών όπως το ξέραν  οι γονείς μας , ήταν ένα από τα αγαπημένα μας  μέρη για παιδική περιπέτεια . Ιδανικό για να προκαλέσουμε ο ένας τον άλλο να τολμήσει να μπει και να βγει από τα σκοτάδια του τα χειμωνιάτικα απογεύματα με το λιγοστό φως. Άλλες φορές θα μπαίναμε όλη η παρέα στον κήπο ή και μέσα στα δωμάτια  και θα προσπαθούσαμε να τρομάξουμε ο ένας τον άλλον , τα κορίτσια και τους πιο μικρούς από μας .

 

Κάποια χρονιά, απόγευμα , αρχές του καλοκαιριού, εκεί που παίζαμε στο παρκάκι απέναντι από το στοιχειωμένο σπίτι, σαν να μας φάνηκε αλλιώτικη η αυλή . Κάπως πιο  συμμαζεμένη , καθαρισμένη από τα αγριόχορτα και ο διάδρομος από την αυλόπορτα προς το σπίτι ελεύθερος από εμπόδια . 

Λίγο πιο μετά άναψαν και φώτα, σίγουρο σημάδι πως μέναν άνθρωποι μέσα . Παλιοί ηθοποιοί μάθαμε από τους γείτονες  που ήρθαν φέτος  για να παραθερίσουν . 

Ποιοι να ήταν αυτοί που όχι μόνο μπήκαν στο σπίτι αλλά θα μείνουν κιόλας το βράδυ;  

 

Τους είδαμε τις αμέσως επόμενες μέρες , τους γνωρίσαμε και τους χαιρετούσαμε κιόλας. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που κατέβαιναν κάθε πρωί  με βήμα αργό την Αλαμάνας με εξοπλισμό παραλίας στο χέρι . Εκείνος φόραγε ένα καπέλο ναυτικό , του καπετάνιου,  ενώ η κυρία ένα μεγάλο καπέλο με έντονο χρώμα,  ίσως πορτοκαλί . «Καλημέρα κυρία Μαρίκα , καλημέρα κύριε Χριστόφορε, ζέστη σήμερα…». 

Τους συναντούσαμε  πιο μετά όταν πηγαίναμε κι εμείς  για μπάνιο στην παραλία , στον Αντύπα . Εκείνος , σοβαρός και ευγενικός , ήρεμος στις κινήσεις του . Εκείνη γελαστή, με δυνατή κάπως βραχνή φωνή  και αεικίνητη παρά τα χρόνια της . Βοηθούσαν ο ένας τον άλλον μπαίνοντας  στη θάλασσα.  Φορούσαν εκείνα  τα πλαστικά παπουτσάκια για να μην γλιστρήσουν  στις πέτρες . Πηγαίναμε κι εμείς τότε και κάναμε βουτιές κοντά τους στα ρηχά. Βουτιές στο ένα μέτρο βάθος που λίγο αν δεν πρόσεχες,  χτύπαγες το κεφάλι σου. Πειραχτήρια εμείς διασκεδάζαμε να καταβρέχουμε αυτούς που μπαίναν σιγά σιγά στο νερό για να συνηθίσουν το κρύο στο σώμα τους . Εκείνος μας κοίταζε με έκπληξη και εκείνη σαστισμένη από το κρύο νερό που την έβρεχε μουρμούριζε ένα « αχ βρε παλιόπαιδα …» πριν μας χαρίσει ένα τεράστιο χαμόγελο .   Αργότερα αφού τελείωναν με το μπάνιο και την ηλιοθεραπεία , θα κάθονταν στο ταβερνάκι για ένα μεζέ και ούζο ή φαγητό . Το ταβερνάκι του Αντύπα όπως και το Σμαράγδι λειτουργούσαν ακόμα .  Κάποιοι θαμώνες τους γνώριζαν και τους χαιρετούσαν με σεβασμό. Αργά πια, πολύ μετά το μεσημέρι,   θα ανηφόριζαν για το σπίτι . Κάποια βραδιά τους βλέπαμε καλοντυμένους να κάνουν ένα περίπατο μέχρι την πλατεία της Κάτω Βούλας  ή πιο συχνά  να κάθονται στην αυλή του σπιτιού και να πίνουν καφέ διαβάζοντας ή συζητώντας.  Έτσι ήσυχα περνούσαν το καλοκαίρι τους αυτό και τα λίγα επόμενα καλοκαίρια που τους βλέπαμε να έρχονται για παραθερισμό στο σπίτι των Ηθοποιών που από τότε, η αλήθεια είναι,  έπαψε να μας  φαίνεται και τόσο στοιχειωμένο. 

 

Μετά μεγαλώσαμε  κι εμείς και δεν μαζευόμασταν πια  στο πάρκο ούτε δοκιμάσαμε ξανά το θάρρος μας στα σκοτάδια του σπιτιού . Κάποτε έπαψαν και εκείνοι να  έρχονται . Λίγα χρόνια μετά,  το  σπίτι  κατεδαφίστηκε και στη θέση του έγινε μία  τριώροφη πολυκατοικία ανίκανη να τρομάξει οποιοδήποτε παιδί μετά από μας στη γειτονιά . 

Το στοιχειωμένο σπίτι και οι καλοκαιρινοί του ένοικοι και γείτονες μας πέρασαν πια στις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων.  Μεγαλώνοντας μόνο μάθαμε ή συνειδητοποιήσαμε πως το ζευγάρι των ηλικιωμένων που βλέπαμε στο σπίτι τα καλοκαίρια δεν ήταν απλά δύο καλόκαρδοι ,  συνταξιούχοι ηθοποιοί που περνούσαν όμορφα τα καλοκαίρια τους στην Κάτω Βούλα . 

Ήταν  αδέρφια , η Μαρίκα και ο Χριστόφορος Νέζερ , δυο από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου . 

 


 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια